καλουμάρισμα

καλουμάρισμα
το [καλουμάρω]
ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλουμάρω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρέαση — η [παρεώ] ναυτ. το καλουμάρισμα 2. μτφ. παραμέληση, αμέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”